εννεακόσια

εννεακόσια
βλ. εννιακόσ(ι)α.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εννέα, εννεάγωνο, εννεακόσια, εννεάμηνος, εννεαπλασιάζω, εννεαπλάσιος — εννέα βλ. εννιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα …   Wikipedia

  • εννιακόσ(ι)α — και εννεακόσια αριθμ. απόλ., άκλ. 1. ποσότητα εννιά εκατοντάδων (900). 2. σε χρονολογίες αντικαθιστά το αντίστοιχο τακτικό εννιακοσιοστός: Η μάχη έγινε το εννιακόσια μ.Χ. (το εννιακοσιοστό έτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”